Ἁλιμήδης

Ἁλιμήδης
Ἁλιμήδη
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλιμήδης — ἁλιμήδης (Α) αυτός που έχει σκοτούρες από τη θάλασσα («ἁλιμήδης ἐμπορία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + μήδης < μῆδος «σκέψη, σχέδιο, τέχνασμα»] …   Dictionary of Greek

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”